- δισκοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που μοιάζει με δίσκο, που έχει σχήμα δίσκου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δισκοειδής — quoit shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισκοειδής — ές (AM δισκοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα δίσκου … Dictionary of Greek
δισκοειδῆ — δισκοειδής quoit shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δισκοειδής quoit shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δισκοειδής quoit shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισκοειδεῖ — δισκοειδής quoit shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δισκοειδής quoit shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισκοειδές — δισκοειδής quoit shaped masc/fem voc sg δισκοειδής quoit shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό … Dictionary of Greek
δισκώδης — ες [δίσκος] ο δισκοειδής … Dictionary of Greek
πλακώδιο — το, Ν βιολ. δισκοειδής εμβρυϊκός σχηματισμός τής κεφαλής που δίδει τα εξωβλαστικά παράγωγα αισθητηρίων οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. placode (< πλακώδης)] … Dictionary of Greek
υμενόσπορο — (hymenosporum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Πιττοσποριδών, με μοναδικό είδος το υ. το Ξανθό, που φυτρώνει στην Αυστραλία. Πρόκειται για θάμνο ή αειθαλές δέντρο, με ύψος ως 15 μ. Έχει μεγάλα φύλλα σε δέσμες και άνθη κίτρινα ως… … Dictionary of Greek